- ξυλόκαρφο
- και ξυλοκάρφι, το1. ξύλινο καρφί2. ξύλινος γόμφος που συνδέει τμήματα τού σκελετού ξύλινου πλοίου, ξύλινος πίρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καβίλια — η (λ. ιταλ.), ξύλινος ή μετάλλινος γόμφος, ξυλόκαρφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)